κυλλάστις

κυλλάστις
κυλλᾱστις και κύλλαστις και ιων. τ. κυλλῆστις, -ιος, ὁ (Α)
είδος αιγυπτιακού ψωμιού που παρασκευαζόταν από το είδος κριθής όλυρα («ἀρτοφαγέουσι δέ ἐκ τῶν ὐλυρέων ποιεῡντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῑνοι κυλλῆστις ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. klšt ή kršt].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυλλήστεις — κυλλάστις fem nom/voc pl (attic epic ionic) κυλλάστις fem nom/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλάστιν — κυλλάστις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλήστιας — κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλλήστις — κυλλήστῑς , κυλλάστις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”